πλαστούργημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλαστούργημα < ελληνιστική κοινή πλαστούργημα < πλαστουργέω / πλαστουργῶ < πλαστουργός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλαστούργημα ουδέτερο
- (λόγιο, σπάνιο) το αποτέλεσμα του πλαστουργώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλαστούργημα
|