πλαστουργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλαστουργώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλαστουργῶ, συνηρημένος τύπος του πλαστουργέω[1] [2] < πλαστουργός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pla.stuɾˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐στουρ‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίαπλαστουργώ, αόρ.: πλαστούργησα (χωρίς παθητική φωνή)
- δίνω σχήμα σε κάτι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλαστουργώ | πλαστουργούσα | θα πλαστουργώ | να πλαστουργώ | πλαστουργώντας | |
β' ενικ. | πλαστουργείς | πλαστουργούσες | θα πλαστουργείς | να πλαστουργείς | ||
γ' ενικ. | πλαστουργεί | πλαστουργούσε | θα πλαστουργεί | να πλαστουργεί | ||
α' πληθ. | πλαστουργούμε | πλαστουργούσαμε | θα πλαστουργούμε | να πλαστουργούμε | ||
β' πληθ. | πλαστουργείτε | πλαστουργούσατε | θα πλαστουργείτε | να πλαστουργείτε | πλαστουργείτε | |
γ' πληθ. | πλαστουργούν(ε) | πλαστουργούσαν(ε) | θα πλαστουργούν(ε) | να πλαστουργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλαστούργησα | θα πλαστουργήσω | να πλαστουργήσω | πλαστουργήσει | ||
β' ενικ. | πλαστούργησες | θα πλαστουργήσεις | να πλαστουργήσεις | πλαστούργησε | ||
γ' ενικ. | πλαστούργησε | θα πλαστουργήσει | να πλαστουργήσει | |||
α' πληθ. | πλαστουργήσαμε | θα πλαστουργήσουμε | να πλαστουργήσουμε | |||
β' πληθ. | πλαστουργήσατε | θα πλαστουργήσετε | να πλαστουργήσετε | πλαστουργήστε | ||
γ' πληθ. | πλαστούργησαν πλαστουργήσαν(ε) |
θα πλαστουργήσουν(ε) | να πλαστουργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλαστουργήσει | είχα πλαστουργήσει | θα έχω πλαστουργήσει | να έχω πλαστουργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλαστουργήσει | είχες πλαστουργήσει | θα έχεις πλαστουργήσει | να έχεις πλαστουργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλαστουργήσει | είχε πλαστουργήσει | θα έχει πλαστουργήσει | να έχει πλαστουργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλαστουργήσει | είχαμε πλαστουργήσει | θα έχουμε πλαστουργήσει | να έχουμε πλαστουργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλαστουργήσει | είχατε πλαστουργήσει | θα έχετε πλαστουργήσει | να έχετε πλαστουργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλαστουργήσει | είχαν πλαστουργήσει | θα έχουν πλαστουργήσει | να έχουν πλαστουργήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλαστουργώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.