πλανητάρχης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλανητάρχης αρσενικό
- (καταχρηστικά) (παρωχημένο) ο εκάστοτε πρόεδρος των ΗΠΑ, μετά τη διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλανητάρχης
πλανητάρχης αρσενικό