πλαισίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλαισίωση | οι | πλαισιώσεις |
γενική | της | πλαισίωσης* | των | πλαισιώσεων |
αιτιατική | την | πλαισίωση | τις | πλαισιώσεις |
κλητική | πλαισίωση | πλαισιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλαισιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλαισίωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πλαισιώνω
- το πλαίσιο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλαισίωση
|