πλάτωνις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πλάτωνις | οἱ | πλατώνιδες | ||||
γενική | τοῦ | πλατώνιδος | τῶν | πλατωνίδων | ||||
δοτική | τῷ | πλατώνιδῐ | τοῖς | πλατώνισῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | πλάτωνιν | τοὺς | πλατώνιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πλάτωνι | πλατώνιδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλατώνιδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πλατωνίδοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλάτωνις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλάτωνις, -ιδος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- πλάτωνις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.