πιττάκιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιττάκιον ουδέτερο
- άλλη μορφή του πιττάκιν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
πιττᾰκιο- | ||||||||
ονομαστική | τὸ | πιττάκιον | τὰ | πιττάκιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | πιττακίου | τῶν | πιττακίων | ||||
δοτική | τῷ | πιττακίῳ | τοῖς | πιττακίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | πιττάκιον | τὰ | πιττάκιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | πιττάκιον | πιττάκιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πιττακίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πιττακίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιττάκιον < αβέβαιης ετυμολογίας. Δε σχετίζεται με το πίσσα ούτε με σημασία «λωρίδα δέρματος» (όπως στη χρήση του λατινικού pittacium) ή από η λέξη πεττύκια. [1] Ούτε σχετίζεται με το Πιτττακός (Πίττακος στον Beekes) από τη Θράκη, και στο νησί της Λέσβου. [2] Επιπλέον, η λέξη «πεττύκια» που αναφέρεται από τον Μοίρη τον Αττικιστή του 2ου/3ου μ.Χ. ως συνώνυμη, σημειώνεται ότι δεν έχει απαντηθεί σε αρχαία κείμενα[3]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιττάκιον ουδέτερο
Παράγωγα
επεξεργασία- πιττακιάρχης
- πιττακίδιον (υποκοριστικό)
- πιττακίζω
Απόγονοι
επεξεργασίαπιττάκιον (ελληνιστική κοινή)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Herodianus, Aelius. Moiridos Attikistou Lexeis Attikōn kai Hellēnōn kata stoicheion. Moeridis Atticistæ Lexicon Atticum cum J. Hudsoni aliorumque notis, restituit [&c.] J. Piersonus. Accedit Ailiou Hērōdianou Philetairos. Cum annotationibus denuo ed. G.A. Koch. Γερμανία, 1830, σελ. 279 [1]
Πηγές
επεξεργασία- πιττάκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.