↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιπιλιά οι πιπιλιές
      γενική της πιπιλιάς των πιπιλιών
    αιτιατική την πιπιλιά τις πιπιλιές
     κλητική πιπιλιά πιπιλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pi.piˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐πι‐λιά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
 
πιπιλιά
πιπιλιά < πιπιλίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Η λέξη αναφέρεται ήδη από το 1709 «Succhio. Πιπιλιά, η, πιπιλισιά, ή» (Alessio Da Somavera, Tesoro Della Lingua Italiana E Greca-Volgare, Cioe Richissimo Dizionario Italiano E Greco-Volgare, [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πιπιλιά θηλυκό

  1. σημάδι από πιπίλισμα, συνήθως στο λαιμό, μελανιά που προκύπτει από πιπίλισμα ή ελαφρύ δάγκωμα, μετά από ερωτική πράξη
  2. (σπάνιο, ιδιωματικό) (στις Κυκλάδες) χνοώδες φυτό
    ※  Πιπιλιά: είδος φυτού χνοώδους, ου ο καρπός εκμυζάται, εκ τούτου δε έλαβε και το όνομα. (Λέγεται ότι είνε ναρκωτικόν). (Δ. Πουλάκη Ιατρού, Λεξικόν Ιδία της Σικίνου και τινών άλλων τόπων, σελ. 11 στο Ζωγράφειος αγών, ήτοι Μνημεία της Ελληνικής Αρχαιότητος ζώντα εν τω νύν ελληνικώ λαώ, Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός φιλολογικός σύλλογος, 1896 [2])
    ※  Πιπιλιά Phlomis fruticosa (Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Σπουδών, τόμος 4, Εταιρεία Κυκλαδικών Μελετών, 1964, σελ. 577)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
πιπιλιά < λείπει η ετυμολογία < σλαβικής προέλευσης пепел (pepel, στάχτη).[1] Δείτε και την ετυμολογία στο μπέμπελη.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πιπιλιά θηλυκό

  • (ιδιωματικό, σπάνιο) (στη Μακεδονία) η στάχτη
    ※  Κι αρπάζ' μπάνα πτου φούρνου που βρέθηκει που μιριά τς κι τσακώνεται να τς κρούει μι μπάνα, τς ντουμάνιασει που πιπιλιά. Άφανοι γέν'καν. έβγαν Τούρκ(οι) κι αφήκαν του καζάν ' , γέμουσαν τα μάτχια τς πιπιλιά , γκαβώθκαν , κόκκινα γένκαν σα φουτχιά κι ούτι ξαναπάτσαν πλιά (Δημήτρης Αδαμόπουλος, Νίκος Κατσάνης, Μακεδονικά χωρατά και μασάλια, εκδ. Κώδικας, 1988, σελ. 22)
    ※  «πιπιλιά: η στάχτη, κώλους σ' δεν πιάν' πιπιλιά» (Μακεδονικά, τόμος 12, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1972, σελ. 349)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Tzitzilis, Christos. "Introduction (to Greek etymology)" - Ελληνική ετυμολογία / Greek etymology. Επιμ. Τζιτζιλής, Χρήστος. Παπαναστασίου, Γιώργος. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2017. ISBN 978‑960‑231‑182‑0. 23 εργασίες (ελληνικά, αγγλικά), 1ο Διεθνές Συνέδριο για την ετυμολογία της ελληνικής γλώσσας, 2015.11.05-06., σελ.99
    ※  Slav. pepel ‘ash’ […] in Modern Greek dialects, the word always preserves its original meaning, e.g. πιπιλιά ‘ash’.