Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιλοτάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πιλοτάρισμα
τα
πιλοταρίσμα
τ
α
γενική
του
πιλοταρίσμα
τ
ος
των
πιλοταρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
πιλοτάρισμα
τα
πιλοταρίσμα
τ
α
κλητική
πιλοτάρισμα
πιλοταρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιλοτάρισμα
<
πιλοτάρω
+
-ισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πιλοτάρισμα
ουδέτερο
(
αεροπορικός όρος
,
ναυτικός όρος
) η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
πιλοτάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιλοτάρισμα
γαλλικά
:
pilotage
(fr)