πιλοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπιλοθήκη θηλυκό
- (παρωχημένο) δοχείο για καπέλα, ώστε να μην λερώνονται ή χαλάνε κατά τη αποθήκευση και μεταφορά τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιλοθήκη
|
πιλοθήκη θηλυκό
|