Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιλοθήκη οι πιλοθήκες
      γενική της πιλοθήκης των πιλοθηκών
    αιτιατική την πιλοθήκη τις πιλοθήκες
     κλητική πιλοθήκη πιλοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιλοθήκη < πιλ(ος) + -ο- + -θήκη
 
δερμάτινη καπελοθήκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιλοθήκη θηλυκό

  • (παρωχημένο) δοχείο για καπέλα, ώστε να μην λερώνονται ή χαλάνε κατά τη αποθήκευση και μεταφορά τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία