πιθαράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιθαράκι | τα | πιθαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πιθαράκι | τα | πιθαράκια |
κλητική | πιθαράκι | πιθαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιθαράκι < πιθάρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.θaˈɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐θα‐ρά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιθαράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του πιθάρι
- ※ Η παράδοση έλεγε πως όταν μπήκε ο Ιούδας ο Μακκαβαίος στο ναό για να τον εγκαινιάσει, ύστερα από τη βεβήλωση, γύρεψε να βρει, για τα ιερά λυχνοστάσια, λάδι που να μην είχε μολυνθεί, και δε βρήκε παρά ένα πιθαράκι κλεισμένο με τη βούλα του Αρχιραββίνου, την προμήθεια δηλαδή μιας μέρας μόνο.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιθαράκι
|
Πηγές
επεξεργασία- πιθάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πιθάρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)