πηγαιμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πηγαιμός | οι | πηγαιμοί |
γενική | του | πηγαιμού | των | πηγαιμών |
αιτιατική | τον | πηγαιμό | τους | πηγαιμούς |
κλητική | πηγαιμέ | πηγαιμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πηγαιμός < μεσαιωνική ελληνική πηγαιμός[1] < πηγαίνω < αρχαία ελληνική ὑπάγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπηγαιμός αρσενικό
- (παρωχημένο) το να πάει κάποιος κάπου
- ※ Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, | να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος […]
- Κωνσταντίνος Καβάφης, «Ιθάκη» (1910-11).
- ※ Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, | να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος […]
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πηγαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πηγαιμός
|
- ↑ πηγαιμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)