Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πευκόμελο τα πευκόμελα
      γενική του πευκόμελου των πευκόμελων
    αιτιατική το πευκόμελο τα πευκόμελα
     κλητική πευκόμελο πευκόμελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πευκόμελο < πεύκο + μέλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πευκόμελο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία