πετρόχορτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peˈtɾo.xoɾ.to/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπετρόχορτο ουδέτερο
- (φυτό) αλλιώς το φυτό αμάραντο. Είδος: Sedum acre, Σέδον το δριμύ. Οικογένεια φυτών, Crassulaceae (Κρασσουλίδες). Πολυετής πόα ύψους 5-15 εκατοστών
Παρώνυμα
επεξεργασία- πετρόχαρτο: ασβεστολιθικό χαρτί, Limex.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πετρόχορτο
|