πετροκερασιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πετροκερασιά | οι | πετροκερασιές |
γενική | της | πετροκερασιάς | των | πετροκερασιών |
αιτιατική | την | πετροκερασιά | τις | πετροκερασιές |
κλητική | πετροκερασιά | πετροκερασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπετροκερασιά θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- πετροκέρασο
- → και δείτε τις λέξεις κεράσι και πέτρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πετροκερασιά
|
Πηγές
επεξεργασία- πετροκερασιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πετροκερασιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)