πετρελαιάκατος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.tɾe.leˈa.ka.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τρε‐λαι‐ά‐κα‐τος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πετρελαιάκατος θηλυκό
- (ναυτικός όρος) μικρό σκάφος, (άκατος), που φέρει πετρελαιοκινητήρα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πετρελαιάκατος
|