• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πετρελαιάκατος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετρελαιάκατος οι πετρελαιάκατοι (πετρελαιάκατες)
      γενική της πετρελαιακάτου των πετρελαιακάτων
    αιτιατική την πετρελαιάκατο τις πετρελαιακάτους (πετρελαιάκατες)
     κλητική πετρελαιάκατε (πετρελαιάκατο) πετρελαιάκατοι (πετρελαιάκατες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πετρελαιάκατος < (πετρέλαιο) πετρελαι- + άκατος

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.tɾe.leˈa.ka.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τρε‐λαι‐ά‐κα‐τος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πετρελαιάκατος θηλυκό

  • (ναυτικός όρος) μικρό σκάφος, (άκατος), που φέρει πετρελαιοκινητήρα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πετρελαιάκατος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πετρελαιάκατος&oldid=5504885"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 16:36

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 16:36.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας