πετραρχισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπετραρχισμός αρσενικό
- (λογοτεχνικό) ποίηση γραμμένη κατά το πρότυπο της ποίησης του Πετράρχη, καθώς και το σχετικό ποιητικό ρεύμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πετραρχισμός