↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιστεροτροφία οι περιστεροτροφίες
      γενική της περιστεροτροφίας των περιστεροτροφιών
    αιτιατική την περιστεροτροφία τις περιστεροτροφίες
     κλητική περιστεροτροφία περιστεροτροφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιστεροτροφία < περιστεροτρόφος + -ία < ελληνιστική κοινή περιστεροτρόφος[1] < αρχαία ελληνική περιστερά + -τρόφος < τρέφω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιστεροτροφία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • περιστεροτροφία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  1. περιστεροτρόφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.