περιδιάβασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιδιάβασμα < περιδιαβάζω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιδιάβασμα ουδέτερο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του περιδιάβαση
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιδιάβασμα
|
περιδιάβασμα ουδέτερο
|