Ετυμολογία

επεξεργασία
περιδιαβάζω < (παρετυμολογία) μεσαιωνική ελληνική παραδιαβάζω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + διαβάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ɾi.ðʝaˈva.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐δια‐βά‐ζω

περιδιαβάζω

  1. περπατώ τριγύρω άσκοπα
    ※  Άρχισα να περιδιαβάζω εδώ κι εκεί στο μαγειριά, μυρίζοντας ένα κασόνι, σκαλίζοντας με τη μύτη μου άλλο ζεμπίλι, γλείφοντας κάπου - κάπου κανέναν κεσέ που μύριζε φαγί. (Πηνελόπη Δέλτα, Μάγκας, κεφάλαιο Ε, 1937)
    άλλες μορφές: περιδιαβαίνω
  2. (μεταφορικά) ασχολούμαι γενικά με κάτι, χωρίς να σκοπεύω σε εμβάθυνση ή εκτεταμένη διερεύνηση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία