περδικοπάτημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
περδικοπάτημα ουδέτερο
- (σπάνιο) το πάτημα μιας πέρδικας, το χνάρι του ποδιού της
- (σπάνιο) το πάτημα μιας πέρδικας κατά το ελαφρύ περπάτημά της
Μεταφράσεις επεξεργασία
περδικοπάτημα
|