περαματάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾa.maˈta.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρα‐μα‐τά‐ρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεραματάρης αρσενικό
- (παρωχημένο) ο οδηγός ενός περάματος, μιας βάρκας που λειτουργεί ως πορθμείο
- ※ Καὶ τώρα δὲν τοῦ συχωρεῖ τ’ Ἅδη ὁ περαματάρης / Τὸ βάλτο πάλι νὰ διαβεῖ ποῦ τοὔκοφτε τὸ δρόμο. (Βιργίλιος, Γεωργικά, Βιβλίο Δ (μτφ. Κωνσταντίνος Θεοτόκης)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περαματάρης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ περαματάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας