↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεπονόφλουδα οι πεπονόφλουδες
      γενική της πεπονόφλουδας των (πεπονόφλουδων)
    αιτιατική την πεπονόφλουδα τις πεπονόφλουδες
     κλητική πεπονόφλουδα πεπονόφλουδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεπονόφλουδα < πεπόν(ι) + -ό- + φλούδα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεπονόφλουδα θηλυκό

  1. ολόκληρη η φλούδα ή ένα τμήμα από τη φλούδα του πεπονιού
  2. (μεταφορικά) κάθε τι το οποίο μπορεί εύκολα να παρασύρει κάποιον και να κάνει σφάλματα

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία