πεντηκοστημόριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεντηκοστημόριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεντηκοστημόριο ουδέτερο
- το ένα πεντηκοστό ενός συνόλου
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεντηκοστημόριο
πεντηκοστημόριο ουδέτερο