↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντακοσάευρο τα πεντακοσάευρα
      γενική του πεντακοσάευρου των πεντακοσάευρων
    αιτιατική το πεντακοσάευρο τα πεντακοσάευρα
     κλητική πεντακοσάευρο πεντακοσάευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεντακοσάευρο < πεντακόσια + ευρ(ώ) + -ο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pen.da.koˈsa.e.vɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ντα‐κο‐σά‐ευ‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
Ένα πεντακοσάευρο

πεντακοσάευρο ουδέτερο

  1. (νεολογισμός) πεντακόσια ευρώ
  2. (νόμισμα, νεολογισμός) χαρτονόμισμα των πεντακοσίων ευρώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία