Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πενταετηρίδα οι πενταετηρίδες
      γενική της πενταετηρίδας των πενταετηρίδων
    αιτιατική την πενταετηρίδα τις πενταετηρίδες
     κλητική πενταετηρίδα πενταετηρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενταετηρίδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πενταετηρίδα θηλυκό

  1. χρονικό διάστημα πέντε ετών
  2. επέτειος μετά την πάροδο πέντε ετών από ένα σημαντικό γεγονός

  Μεταφράσεις επεξεργασία