παόκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παόκι | τα | παόκια |
γενική | του | παοκιού | των | παοκιών |
αιτιατική | το | παόκι | τα | παόκια |
κλητική | παόκι | παόκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παόκι ουδέτερο
- (οικείο, προφορικό) οπαδός του αθλητικού συλλόγου ΠΑΟΚ της Θεσσαλονίκης
Άλλες γραφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παόκι
|