Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παχύτητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παχύτητ
α
οι
παχύτητ
ες
γενική
της
παχύτητ
ας
των
παχυτήτ
ων
αιτιατική
την
παχύτητ
α
τις
παχύτητ
ες
κλητική
παχύτητ
α
παχύτητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παχύτητα
<
αρχαία ελληνική
παχύτητα
,
αιτιατική
ενικού
τού
παχύτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παχύτητα
θηλυκό
η
ιδιότητα
του
παχέος
πάχος
όγκος
πυκνότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παχύτητα
αγγλικά
:
thickness
(en)