πατρινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πατρινός | η | πατρινή | το | πατρινό |
γενική | του | πατρινού | της | πατρινής | του | πατρινού |
αιτιατική | τον | πατρινό | την | πατρινή | το | πατρινό |
κλητική | πατρινέ | πατρινή | πατρινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πατρινοί | οι | πατρινές | τα | πατρινά |
γενική | των | πατρινών | των | πατρινών | των | πατρινών |
αιτιατική | τους | πατρινούς | τις | πατρινές | τα | πατρινά |
κλητική | πατρινοί | πατρινές | πατρινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπατρινός, -η, -ο
- αυτός -η, -ο που έχει συνάφεια με την Πάτρα
- * πατρινός σύλλογος
- * πατρινή αγορά
- * πατρινό καρναβάλι
Δείτε επίσης
επεξεργασία- * Πατρινός
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατρινός
|