Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πατισάχ αρσενικό άκλιτο

  1. (ιστορία, πολιτική) κυβερνήτης μουσουλμανικής χώρας ή κράτους
  2. (ιστορία, πολιτική, παρωχημένο) γενικότερα μεγάλος βασιλιάς και, ειδικότερα, ο σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. πατισάχος (και μορφές) -  Ιστορικό Λεξικό των ιδιωμάτων της Καππαδοκίας (ΙΛΙΚ) online στην Ακαδημία Αθηνών, 2025- (συντομογραφίες, φωνητικά σύμβολα, βιβλιογραφία)
  2. Padishah#English στο αγγλικό Βικιλεξικό



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πατισάχ αρσενικό, άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη πατισάχος

Αναφορές

επεξεργασία
  1. πατισάχος (και μορφές) -  Ιστορικό Λεξικό των ιδιωμάτων της Καππαδοκίας (ΙΛΙΚ) online στην Ακαδημία Αθηνών, 2025- (συντομογραφίες, φωνητικά σύμβολα, βιβλιογραφία)
  2. Padishah#English στο αγγλικό Βικιλεξικό