πατισάχ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πατισάχ < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική پادشاه (pâdişâh), στην τουρκική γλώσσα padişah στον τύπο patişah[1] < περσική پادِشاه (pâdešâh, μονάρχης) ή پادشاه (pâdšâh))[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πατισάχ αρσενικό άκλιτο
- (ιστορία, πολιτική) κυβερνήτης μουσουλμανικής χώρας ή κράτους
- (ιστορία, πολιτική, παρωχημένο) γενικότερα μεγάλος βασιλιάς και, ειδικότερα, ο σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πατισάχ
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ πατισάχος (και μορφές) - ⌘ Ιστορικό Λεξικό των ιδιωμάτων της Καππαδοκίας (ΙΛΙΚ) online στην Ακαδημία Αθηνών, 2025- (συντομογραφίες, φωνητικά σύμβολα, βιβλιογραφία)
- ↑ Padishah#English στο αγγλικό Βικιλεξικό
Καππαδοκικά (cpg)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πατισάχ αρσενικό, άκλιτο
- (ιστορία, πολιτική) άλλη μορφή του πατισάχος ή πατισάχης
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πατισάχος
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ πατισάχος (και μορφές) - ⌘ Ιστορικό Λεξικό των ιδιωμάτων της Καππαδοκίας (ΙΛΙΚ) online στην Ακαδημία Αθηνών, 2025- (συντομογραφίες, φωνητικά σύμβολα, βιβλιογραφία)
- ↑ Padishah#English στο αγγλικό Βικιλεξικό