Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατισάχ < άμεσο δάνειο από την οθωμανική τουρκική پادشاه (pâdişâh), στην τουρκική γλώσσα padişah < περσική پادشاه‎ (pâdešâh, μονάρχης)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατισάχ αρσενικό άκλιτο

  1. (ιστορία, πολιτική) κυβερνήτης μουσουλμανικής χώρας ή κράτους
  2. (ιστορία, πολιτική, παρωχημένο) γενικότερα μεγάλος βασιλιάς και, ειδικότερα, ο σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Καππαδοκικά (cpg) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατισάχ : οθωμανικής τουρκικής προέλευσης (τελικής περσικής προέλευσης)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατισάχ αρσενικό, άκλιτο