παταράτσο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παταράτσο < (άμεσο δάνειο) βενετική patarazzo
Ουσιαστικό επεξεργασία
παταράτσο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) σκοινί που στηρίζει το κατάρτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
παταράτσο
|
παταράτσο ουδέτερο
|