παρτσάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παρτσάς | οι | παρτσάδες |
γενική | του | παρτσά | των | παρτσάδων |
αιτιατική | τον | παρτσά | τους | παρτσάδες |
κλητική | παρτσά | παρτσάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρτσάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική parça + -ς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paɾˈt͡sas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐τσάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρτσάς αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρτσάς
→ δείτε τη λέξη κομμάτι |