παρκαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαρκαδόρος αρσενικό, πληθυντικός: παρκαδόροι
- (επάγγελμα) ο οδηγός που γνωρίζει να παρκάρει οχήματα σε χώρους προσωρινής στάθμευσης
- αυτός που επιμελείται τους παραπάνω χώρους πάρκινγκ