Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρεπίτροπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
παρεπίτροπ
ος
οι
παρεπίτροπ
οι
γενική
του
παρεπιτρόπ
ου
των
παρεπιτρόπ
ων
αιτιατική
τον
παρεπίτροπ
ο
τους
παρεπιτρόπ
ους
κλητική
παρεπίτροπ
ε
παρεπίτροπ
οι
Κατηγορία
όπως «
άνθρωπος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παρεπίτροπος
<
παρ-
+
επίτροπος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παρεπίτροπος
αρσενικό
(
νομικός όρος
,
παρωχημένο
)
αναπληρωτής
ή
δευτερεύων
επίτροπος
ανηλίκου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρεπίτροπος