παρεισαγωγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρεισαγωγή < ελληνιστική κοινή παρεισαγωγή < αρχαία ελληνική παρεισάγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρεισαγωγή θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παραεισάγω, εισάγω και άγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρεισαγωγή
|