Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

παρεισάγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρεισάγω < παρ- + εἰσάγω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾiˈsa.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρει‐σά‐γω

  ΡήμαΕπεξεργασία

παρεισάγω, πρτ.: παρεισήγα, στ.μέλλ.: θα παρεισαγάγω, αόρ.: παρεισήγαγα, παθ.φωνή: παρεισάγομαι, π.αόρ.: παρεισάχθηκα, μτχ.π.π.: παρεισηγμένος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)