παρείσφρησις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παρείσφρησῐς | αἱ | παρεισφρήσεις | ||||
γενική | τῆς | παρεισφρήσεως | τῶν | παρεισφρήσεων | ||||
δοτική | τῇ | παρεισφρήσει | ταῖς | παρεισφρήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παρείσφρησῐν | τὰς | παρεισφρήσεις | ||||
κλητική ὦ! | παρείσφρησῐ | παρεισφρήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρεισφρήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παρεισφρησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρείσφρησις < παρεισφρέω, παρεισφρη- + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρείσφρησις, -εως θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- παρείσφρησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.