Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραμόνιμος η παραμόνιμη το παραμόνιμο
      γενική του παραμόνιμου της παραμόνιμης του παραμόνιμου
    αιτιατική τον παραμόνιμο την παραμόνιμη το παραμόνιμο
     κλητική παραμόνιμε παραμόνιμη παραμόνιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραμόνιμοι οι παραμόνιμες τα παραμόνιμα
      γενική των παραμόνιμων των παραμόνιμων των παραμόνιμων
    αιτιατική τους παραμόνιμους τις παραμόνιμες τα παραμόνιμα
     κλητική παραμόνιμοι παραμόνιμες παραμόνιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραμόνιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

παραμόνιμος, -η, -ο

  • διαρκής, σταθερός, πιστός

  Μεταφράσεις επεξεργασία