παραλληλογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραλληλογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parallélographe < αρχαία ελληνική παράλληλος + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραλληλογράφος αρσενικό
- όργανο που χρησιμοποιείται για να γράφουμε παράλληλες γραμμές
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραλληλογράφος