παραλλακτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παραλλακτικότητα < παραλλακτικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική variability[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παραλλακτικότητα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραλλακτικότητα
- ↑ παραλλακτικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)