παρακώλυσις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παρακώλυσις | αἱ | παρακωλύσεις | ||||
γενική | τῆς | παρακωλύσεως | τῶν | παρακωλύσεων | ||||
δοτική | τῇ | παρακωλύσει | ταῖς | παρακωλύσεσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παρακώλυσιν | τὰς | παρακωλύσεις | ||||
κλητική ὦ! | παρακώλυσι | παρακωλύσεις | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαρακώλυσις θηλυκό (καθαρεύουσα)