Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

παρακωλύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παρακωλύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρακωλύω
  3. θα παρακωλύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρακωλύω