παρακρατούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρακρατούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του παρακρατούμαι
Μετοχή επεξεργασία
παρακρατούμενος
- που παρακρατείται
- Ο παρακρατούμενος φόρος αποδίδεται μόνον όταν ο φορολογούμενος...
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρακρατούμενος
|