παρακράτημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρακράτημα < παρακρατώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρακράτημα ουδέτερο
- το παρακρατούμενο μέρος προϊόντος για επωφελέστερη διάθεση του υπόλοιπου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρακράτημα