παρακνήμιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | παρακνήμιον | τὰ | παρακνήμιᾰ |
γενική | τοῦ | παρακνημίου | τῶν | παρακνημίων |
δοτική | τῷ | παρακνημίῳ | τοῖς | παρακνημίοις |
αιτιατική | τὸ | παρακνήμιον | τὰ | παρακνήμιᾰ |
κλητική ὦ! | παρακνήμιον | παρακνήμιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρακνημίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παρακνημίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαρακνήμιον, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (ανατομία) το εξωτερικό οστούν της κνήμης, το αντικνήμιο, το καλάμι
- άλλες μορφές: παρακνημίς
- ≠ αντώνυμα: προκνήμιον
Πηγές
επεξεργασία- παρακνήμιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.