Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρακάμερα οι παρακάμερες
      γενική της παρακάμερας των παρακαμερών
    αιτιατική την παρακάμερα τις παρακάμερες
     κλητική παρακάμερα παρακάμερες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακάμερα < παρα- + κάμερα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈka.me.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐κά‐με‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρακάμερα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr