παρακάμερα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈka.me.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐κά‐με‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρακάμερα θηλυκό
- (νεολογισμός, αθλητισμός) κάμερα που καταγράφει γεγονότα παράλληλα με την κύρια μετάδοση κυρίως σε αθλητικούς αγώνες
- ↪Η παρακάμερα του ντέρμπι
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρακάμερα
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr