Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράχρηση οι παραχρήσεις
      γενική της παράχρησης* των παραχρήσεων
    αιτιατική την παράχρηση τις παραχρήσεις
     κλητική παράχρηση παραχρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραχρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράχρηση < ελληνιστική κοινή παράχρησις < αρχαία ελληνική παρά + χρῆσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παράχρηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • παράχρησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • παράχρηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)