παράριζο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παράριζο | τα | παράριζα |
γενική | του | παράριζου | των | παράριζων |
αιτιατική | το | παράριζο | τα | παράριζα |
κλητική | παράριζο | παράριζα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παράριζο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
παράριζο
|