παπαδοπαίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παπαδοπαίδι | τα | παπαδοπαίδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παπαδοπαίδι | τα | παπαδοπαίδια |
κλητική | παπαδοπαίδι | παπαδοπαίδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαπαδοπαίδι ουδέτερο
- το παιδί ενός παπά
- (κατ’ επέκταση) παιδί που βοηθά στις λειτουργικές ανάγκες μιας εκκλησίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία παπαδοπαίδι
|