παντοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παντοφοβία < αγγλική pantophobia < αρχαία ελληνική πᾶς + φόβος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαντοφοβία θηλυκό
- αόριστη και επίμονη φοβία για κάτι απροσδιόριστο και -ίσως- αβάσιμο
- φόβος (σχεδόν) των πάντων
- Για να γίνεται διακριτή αυτή η διαταραχή, αναφέρεται ως παντοφοβία. Ο παντοφοβικός φοβάται τα πάντα. Ο σωστός παντοφοβικός φοβάται τα πάντα πολύ, χωρίς διακρίσεις και διαβαθμίσεις (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 14/11/2009)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παντοφοβία