παντογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παντογράφος < γαλλική pantographe, αναλύεται σε παντο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαντογράφος αρσενικό
- το όργανο γραφικών τεχνών, μέσω του οποίου γίνεται γραφική αναπαραγωγή σχεδίου (επίπεδο), ή αντικειμένου (τρεις διαστάσεις) στην ίδια, ή διαφορετική κλίμακα. Οι πλέον σύγχρονοι παντογράφοι χρησιμοποιούν τεχνολογία laser.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παντογράφος